- μητρεγχύτης
- ο (Α μητρεγχύτης)σύριγγα με την οποία γίνονται εγχύσεις στη μήτρα ή καθετήρας ο οποίος χρησιμοποιείται για ενδομήτριες πλύσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτρα (Ι) + -εγχύτης (< ἐγχύω), πρβλ. ριν-εγχύτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μητρεγχύτης — syringe for injections into the womb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρεγχύται — μητρεγχύτης syringe for injections into the womb masc nom/voc pl μητρεγχύτᾱͅ , μητρεγχύτης syringe for injections into the womb masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρεγχυτῶν — μητρεγχύτης syringe for injections into the womb masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρεγχύτου — μητρεγχύτης syringe for injections into the womb masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)